- τολ
- το, Νάκλ. κυλινδρικό υπόστεγο από λαμαρίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tole «λαμαρίνα», διαλ. τ. τού table «τραπέζι» (< λατ. tabula «πίνακας»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εωανατολεύς — ἐωανατολεύς, έως, ὁ (Μ) προσηγορία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + ανα τολ εύς (< ανα τέλλω)] … Dictionary of Greek
τρύμη — ἡ, ΜΑ (κατά τον Θεόγνωστ.) «ταλαιπωρία» αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω + κατάλ. μη (πρβλ. ρώ μη, τόλ μη)] … Dictionary of Greek
τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα … Dictionary of Greek
τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
χρήμη — ἡ, Α ιων. τ. χρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη» + κατάλ. μη (πρβλ. ῥώ μη, τόλ μη)] … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της … Dictionary of Greek